- πεπληρωμένην
- πληρόωmake fullperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολαπάττω — ΜΑ εκκενώνω, αδειάζω αποκάτω («καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λαπάσσω / λαπάττω «κενώνω, αδειάζω»] … Dictionary of Greek